επιρρυπαίνω

επιρρυπαίνω
ἐπιρρυπαίνω (Α) [ρυπαίνω]
1. λερώνω, ρυπαίνω («ὥσπερ ἰοῡ ἐπιρρυπαίνοντος τὴν πολυτέλειαν», Πλούτ.)
2. παθ. ἐπιρρυπαίνομαι
(για τραύματα) γίνομαι συνεχώς ρυπαρός, ακάθαρτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”